-
1 διασειω
1) сильно встряхивать, трясти(τὰ ἱμάτια Arst.; τέν κεφαλήν Plut.)
2) размахивать(τῇ οὐρᾷ Xen.; τοῖν χεροῖν Arst.)
3) сотрясать, расшатывать(τὸ γόμφωμα Plut.)
αἱ οἰκίαι διεσείσθησαν Diod. — дома пришли в ветхость4) потрясать, смущать, волновать(τὰ Ἀθηναίων φρονήματα Her.; τοὺς ἀκούοντας Polyb.)
τὰ παρόντα διασεῖσαι Plut. — совершить переворот в (существующем) положении дел5) притеснять, обижать(τινά NT.)
См. также в других словарях:
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
Λεβίδης — Επώνυμο αριστοκρατικής οικογένειας εθνικών αγωνιστών, λογίων, πολιτικών και καλλιτεχνών από τα Ταταύλα της Κωσταντινούπολης. 1. Δημήτριος (Ταταύλα 1768 – 1821). Φιλικός και εθνομάρτυρας. Εκτελέστηκε από τους Τούρκους με απαγχονισμό, λίγο πριν από … Dictionary of Greek
Μερκούρης, Σπύρος — (Ερμιόνη 1856 – Αθήνα 1939). Γιατρός και δήμαρχος Αθηναίων (1899 1914, 1929 34). Το 1929 εξελέγη γερουσιαστής αλλά παραιτήθηκε. Στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο εκτοπίστηκε στην Κορσική (1917) για τα πολιτικά του φρονήματα. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek